πρόγονος

πρόγονος
πρόγον-ος, ον, ([etym.] γίγνομαι, γέγονα)
A early-born, [ἄρνες], opp. μέτασσαι, Od.9.221, cf. Hermesian. 7.74, SIG1038.9 (Eleusis, iv/iii B.C.); first-born, IG 2.1301 (dub.).
2 = ἀπόγονος 1, dub. in D.H.7.50.
II forefather, ancestor, Pi.O.6.59;

πατρός σου π. πατήρ E.Ion 267

, cf. Hel.15, Pl. Euthphr.11b: freq. in pl., Pi.P.9.105, A.Pers.405, Hdt.7.150, etc.;

οἱ ἄνωθεν π. Pl.Mx.236e

;

οἱ πάλαι π. Id.Ep.359d

;

ἐκ προγόνων Id.Tht.173d

; also of gods or heroes who are the authors or founders of a race, A.Fr.273, Hdt.4.127, Pl.Smp.186e, Isoc.9.14, etc.;

Ζεῦ πρόγονε E.Or.1242

;

θεοὶ π. Pl.Euthd.302d

: also as fem.,

π. γυνή A.Supp.533

(lyr.), cf. 43(lyr.): metaph., οἱ π. the fathers or founders of a school, Luc.Herm.15;

τὸν π. τῆς ἐμαυτοῦ σοφίας Philostr.VA8.7

; ἰὼ πόνοι π. πόνων troubles parents of troubles, S.Aj.1197(lyr.).
III child by a former marriage, step-son, E.Ion1329, D.H.Isoc.18, Mon.Anc.Gr. 16.9, Luc.Cal.26, Supp.Epigr.6.667 ([place name] Attalia), PFay.48.3(i A.D.), etc.: fem., step-daughter, Stratt.79, Is.12.5, Hyp.Fr.10, D.S.4.43, Plu.Pomp.9; rarely προγόνη (q.v.): irreg. [comp] Sup. προγονέστατος eldest step-son, dub. in TAM2(1).246.18 ([place name] Sidyma).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προγονός — προγονός, ο θηλ. ή το παιδί του ενός των συζύγων από προηγούμενο γάμο σε σχέση με το νέο ή νέα σύζυγο, αλλ. προγόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόγονος — early born masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προγονός — ο, θηλ. προγονή, Ν παιδί τού ενός από τους δύο συζύγους από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον νέο ή τη νέα σύζυγο, προγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγονος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • πρόγονος — ο 1. ο συγγενής που έζησε πριν από κάποιον. 2. αυτός από τον οποίο κατάγεται κανείς, ο προπάτορας: Οι πρόγονοί μου ήταν νησιώτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγόνοιο — πρόγονος early born masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνοις — πρόγονος early born masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνοισιν — πρόγονος early born masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνου — πρόγονος early born masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνους — πρόγονος early born masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγόνων — πρόγονος early born masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”